ἀναύλους

ἀναύλους
ἄναυλος
without the flute
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άναυλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν πληρώνει ναύλο: Είχαν και μερικούς επιβάτες άναυλους στο πλοίο. 2. το επίρρ., άναυλα σημαίνει επίσης και βίαια: Το αφεντικό του τον έδιωξε άναυλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”